- προσπιέζω
- και προσπιεζῶ, -έω, ΜΑ(ιδίως σχετικά με επίδεσμο) δένω κάτι πολύ σφιχτά, συσφίγγωαρχ.1. πιέζω κάτι ακόμη πιο πολύ, συνθλίβω2. πιέζω κάτι ολόγυρα3. εξασκώ πίεση σε κάτι ή πάνω σε κάτι («κινοῡσι δὲ τὸ ἄνω μέρος... καὶ προσπιέζουσι πρὸς τὸ κάτω», Αριστοτ.).
Dictionary of Greek. 2013.